τροχοδρόμηση

τροχοδρόμηση
η, Ν [τροχοδρομώ]
η κίνηση τού αεροπλάνου στο έδαφος πάνω στους τροχούς κατά την απογείωση και την προσγείωσή του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πίστα — η, Ν 1. επίπεδο μέρος σταδίου ή ιπποδρόμου κατάλληλο για ασκήσεις ή αγώνες 2. επίπεδος και συνήθως στρογγυλός χώρος σε κέντρο ψυχαγωγίας κατάλληλος για χορό 3. ο χώρος όπου διεξάγονται αγώνες αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών ή ποδηλάτων 4. κατάλληλα… …   Dictionary of Greek

  • αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”